- εκκήρυκτος
- ἐκκήρυκτος, -ον (AM)αυτός που έχει δημόσια αποκηρυχθεί ή αφοριστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκήρυκτος — banished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκήρυκτον — ἐκκήρυκτος banished masc/fem acc sg ἐκκήρυκτος banished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκηρύκτοις — ἐκκήρυκτος banished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκηρύκτου — ἐκκήρυκτος banished masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκηρύκτους — ἐκκήρυκτος banished masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκηρύκτων — ἐκκήρυκτος banished masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκήρυκτα — ἐκκήρυκτος banished neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκήρυκτοι — ἐκκήρυκτος banished masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъчоужатисѧ — ОТЪЧОУЖА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Быть отлученным: по всемѹ ижи [так!] лихоимъствовати акы по чинѹ прииматисѧ. за скверьньно преобрѣтенье и всѧкъ таковыи ѿчюжаетьсѧ цр҃кве б҃ь˫а. (ἐκκήρυκτος) ПНЧ к. XIV, 102в. Ср. очѹжатисѧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)